ἀπολυτικός

ἀπολυτικός
ἀπο-λῠτικός, ή, όν,
A disposed to acquit. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… …   Dictionary of Greek

  • ἀπολυτικά — ἀπολυτικός disposed to acquit. neut nom/voc/acc pl ἀπολυτικά̱ , ἀπολυτικός disposed to acquit. fem nom/voc/acc dual ἀπολυτικά̱ , ἀπολυτικός disposed to acquit. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικόν — ἀπολυτικός disposed to acquit. masc acc sg ἀπολυτικός disposed to acquit. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικαί — ἀπολυτικός disposed to acquit. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικοῖς — ἀπολυτικός disposed to acquit. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικῇ — ἀπολυτικός disposed to acquit. fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικήν — ἀπολυτικός disposed to acquit. fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολυτικῶς — ἀπολυτικός disposed to acquit. adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”